- κλαγγόν
- κλαγγόν (Α)επίρρ. βλ. κλαγγηδόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλαγγηδόν — (AM, Α και κλαγγόν) επίρρ. με κλαγγή, με κρωγμό («ἔνθα καὶ ἔνθα ποιῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσσιν, κλαγγηδόν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαγγή + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. οκλα δόν, πρηνη δόν] … Dictionary of Greek